- ἐξαρτώμενος
- ἐξαρτάωhang uponpres part mp masc nom sgἐξαρτάωhang uponpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λευκάδιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ικάριου και αδελφός της Πηνελόπης, ήρωας και ηγεμόνας της Λευκάδας, εξαρτώμενος από τον γαμπρό του, τον Οδυσσέα. * * * α, ο (Α Λευκάδιος, ία, ον) [Λευκάς] Λευκαδίτης … Dictionary of Greek
αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… … Dictionary of Greek
ανεξάρτητος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία, που εκδιδόταν στην Αθήνα από τον Π.Κ. Παντελή από το 1842 έως το 1855 και το 1857 58. Η εφημερίδα αυτή υποστήριξε την κυβέρνηση Ι. Κωλέττη και ήταν υπέρ της παραχώρησης συντάγματος. 2. Ημερήσια, που… … Dictionary of Greek
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek
θυμοεξαρτώμενος — η, ο βιολ. αυτός που αναφέρεται ή εξαρτάται από τον θύμο* (I) ή από τα λεμφοκύτταρα Τ, τα οποία προέχονται απ αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. thymo dependant < thymo (πρβλ. θύμος) + dependant «εξαρτώμενος»] … Dictionary of Greek
Ντάρμστατ — (Darmstadt). Πόλη (137.800 κάτ. το 2003) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Έσεν (21.114 τ. χλμ., 6.077.826 κάτ. το 2001). Βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων του Όντενβαλντ, λίγο νοτιότερα της Φρανκφούρτης επί του Μάιν και όχι μακριά από τη… … Dictionary of Greek